πεπειραμένα

πεπειραμένα
πεπειρᾱμένα , πειράω
attempt
perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic)
πεπειρᾱμένᾱ , πειράω
attempt
perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic)
πεπειρᾱμένᾱ , πειράω
attempt
perf part mp fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
πεπειρᾱμένα , πειράω
attempt
perf part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)
πεπειρᾱμένᾱ , πειράω
attempt
perf part mp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πεπειρᾱμένᾱ , πειράω
attempt
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”